ατσαλώνω

ατσαλώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος
1. κάνω το σίδερο χάλυβα, χαλυβδώνω, οπλίζω με χάλυβα: Έδωσαν τα τσεκούρια τους να τους τα ατσαλώσουν.
2. δυναμώνω, τονώνω: Ατσάλωσαν νεύρα και καρδιά και πολεμούσαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ατσαλώνω — ατσαλώνω, ατσάλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ατσαλώνω — [ατσάλι] 1. καλύπτω την επιφάνεια ή το άκρο ενός σιδερένιου εργαλείου με χαλύβδινο έλασμα, οπλίζω με χάλυβα 2. σκληρύνω, δυναμώνω, ενισχύω (κυρίως ηθικά και ψυχολογικά) …   Dictionary of Greek

  • τσελικώνω — Ν [τσελίκι] 1. χαλυβδώνω, ατσαλώνω 2. μτφ. ενδυναμώνω, ενισχύω …   Dictionary of Greek

  • επιχαλυβώνω — επιχαλύβωσα, επιχαλυβώθηκα, επιχαλυβωμένος, μτβ., σιδερένιο αντικείμενο με κατάλληλη κατεργασία το καλύπτω με στρώμα ατσαλιού, ατσαλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσελικώνω — και τσιλικώνω τσελίκωσα, τσελικώθηκα, τσελικωμένος, χαλυβδώνω, ατσαλώνω: Τσελίκωσε την καρδιά σου και μην κλαις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλυβοποιώ — χαλυβοποίησα, μετατρέπω το σίδερο σε χάλυβα, ατσαλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλυβώνω — 1. χαλυβοποιώ, μετατρέπω σίδερο σε χάλυβα. 2. προσαρμόζω χάλυβα σε μετάλλινο αντικείμενο, ατσαλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”