ατσαλώνω — ατσαλώνω, ατσάλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ατσαλώνω — [ατσάλι] 1. καλύπτω την επιφάνεια ή το άκρο ενός σιδερένιου εργαλείου με χαλύβδινο έλασμα, οπλίζω με χάλυβα 2. σκληρύνω, δυναμώνω, ενισχύω (κυρίως ηθικά και ψυχολογικά) … Dictionary of Greek
τσελικώνω — Ν [τσελίκι] 1. χαλυβδώνω, ατσαλώνω 2. μτφ. ενδυναμώνω, ενισχύω … Dictionary of Greek
επιχαλυβώνω — επιχαλύβωσα, επιχαλυβώθηκα, επιχαλυβωμένος, μτβ., σιδερένιο αντικείμενο με κατάλληλη κατεργασία το καλύπτω με στρώμα ατσαλιού, ατσαλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσελικώνω — και τσιλικώνω τσελίκωσα, τσελικώθηκα, τσελικωμένος, χαλυβδώνω, ατσαλώνω: Τσελίκωσε την καρδιά σου και μην κλαις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλυβοποιώ — χαλυβοποίησα, μετατρέπω το σίδερο σε χάλυβα, ατσαλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλυβώνω — 1. χαλυβοποιώ, μετατρέπω σίδερο σε χάλυβα. 2. προσαρμόζω χάλυβα σε μετάλλινο αντικείμενο, ατσαλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)